- κοψομεσιάζω
- και κουτσομεσιάζω1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντας τον σε μεγάλο κόπο2. χτυπώ κάποιον στη μέση και τού προκαλώ δυνατό πόνο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)-* + -μεσ-ιάζω (< μέση), πρβλ. στραβο-μεσιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοψομεσιάζω — κοψομέσιασα, κοψομεσιάστηκα, κοψομεσιασμένος 1. καταπονώ τη μέση κάποιου υποβάλλοντάς τον σε μεγάλο κόπο: Κοψομεσιάστηκα να κουβαλώ τσουβάλια. 2. χτυπώντας κάποιον του προκαλώ μεγάλο πόνο στη μέση: Την κοψομέσιασε στο ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουτσομεσιάζω — βλ. κοψομεσιάζω … Dictionary of Greek
κοψ(ο)- — (Μ κοψ[ο ]) α συνθετικό λέξεων, από το θ. κοψ τού ρ. κόπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κοψ α) και το συνδετικό φωνήεν ο , που δηλώνουν ότι κάτι είναι κομμένο (πρβλ. κοψο μύτης). Σε ορισμένα νεοελλ. σύνθ. το α συνθετικό κοψ(ο) έχει πάρει τη μεταφορική σημασία… … Dictionary of Greek
κοψομέσιασμα — και κουτσομέσιασμα, το (κοψομεσιάζω] η καταπόνηση τής μέσης από κούραση ή από χτύπημα … Dictionary of Greek
κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… … Dictionary of Greek
μεσοκόβω — κουράζω τη μέση κάποιου, καταπονώ, κοψομεσιάζω, ξεγοφιάζω («τή μεσόκοψε τόσο φόρτωμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση + κόβω] … Dictionary of Greek